- ἑστῶσα
- ἵστημιmake to standperf part act fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑστώσας — ἑστώσᾱς , ἵστημι make to stand perf part act fem acc pl ἑστώσᾱς , ἵστημι make to stand perf part act fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίταρις — κίταρις, ἡ (Α) κίδαρις*, τιάρα («ἡ κίταρις ἐστῶσα περὶ τῇ κεφαλῇ», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίδαρις] … Dictionary of Greek